- Νεῖλ'
- Νεῖλε , ΝεῖλοςNilemasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιουσία — ἐπιουσία, ἡ (Α) ακολουθία, διαδοχή σε αξίωμα κ.λπ. («πρὸς τὴν τοῡ διδασκάλου ἐπιουσίαν», Νείλ. Αγκυρ.) … Dictionary of Greek
οικοδομή — η (ΑΜ οικοδομή) [οικοδόμος (Ι)] 1. ανέγερση κτηρίου, οικοδόμηση, κτίσιμο («η οικοδομή θα αρχίσει σε έναν μήνα») 2. το υπό ανέγερση κτήριο 3. οικοδόμημα, κτήριο αρχ. μτφ. 1. η ενέργεια πράξεων που αποσκοπούν στην επίτευξη επωφελών αποτελεσμάτων… … Dictionary of Greek
πάπυρος — (κύπειρος ο πάπυρος). Φυτό της οικογένειας των κυπειροειδών (μονοκοτυλήδονα) με στερεά στελέχη, όρθια και τριγωνικά, τα οποία φτάνουν σε ύψος τα 3 μ. Στην κορυφή κάθε στελέχους υπάρχουν τα φύλλα, τριχοειδή και γυρτά, που σχηματίζουν κομψές και… … Dictionary of Greek
παταγμός — ὁ, Α [πατάσσω] χτύπημα («κρουσμὸν μετώπου καὶ παταγμὸν στήθους», Νείλ.) … Dictionary of Greek
πειναλέος — α, ο / πειναλέος, α, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που πεινά πολύ, που κατέχεται από μεγάλη πείνα, πολύ πεινασμένος («τὸ σῶμα... ἢ πάλιν διψῶδες ᾖ και πειναλέον ὡς οὐ πέφυκεν», Πλούτ.) αρχ. μτφ. ο κενός από τροφή, ο άδειος («πειναλέους τοὺς πίνακας προφέρων» … Dictionary of Greek
πλεονεκτώ — πλεονεκτῶ, έω, ΝΜΑ [πλεονέκτης] 1. έχω, αποκτώ ή κερδίζω περισσότερα σε σχέση με άλλον ή άλλους (α. «η Γερμανία πλεονεκτεί οικονομικά στην Ευρώπη» β «ἐλπίσαντες ἔτεροι δυνάμει τι πλεονεκτήσειν», Θουκ.) 2. υπερτερώ έναντι άλλου, βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
πολύσπιλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει πολλές κηλίδες 2. μτφ. αυτός που επιφέρει ψόγο, άξιος μομφής, αξιόμεμπτος («ὁ πολύσπιλος τῆς πορνείας δαίμων», Νείλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπίλος «κηλίδα, λεκές» (πρβλ. κατά σπιλος)] … Dictionary of Greek
πυρεταίνω — Α [πυρετός] 1. έχω πυρετό 2. μτφ. κατέχομαι από ένα νοσηρό σωματικό ή, συνήθως, ψυχικό πάθος («εἴ πως δυνηθείης τὸ πυρεταῑνον τῆς σαρκὸς φρόνημα κατασβέσαι», Νείλ.) … Dictionary of Greek
ρέμβομαι — ΜΑ, και μόνον στην αρχ. ῥέμβω Α 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρνάω άσκοπα ή απογραμμάτιστα (α. «χρόνον γάρ τινα ἔξω ῥέμβεται», ΠΔ β. «ῥεμβόμενος ἀπὸ τοῡ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων», Πλούτ. γ. «τὸ μὲν κάλλος ἐκ φύσεως ἔχουσαν, κακῶς δὲ… … Dictionary of Greek